ταπεινώσω

ταπεινώσω
ταπεινόω
lower
aor subj act 1st sg
ταπεινόω
lower
fut ind act 1st sg
ταπεινόω
lower
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ράμμα — το / ῥάμμα, ΝΜΑ νήμα, κλωστή για ράψιμο (α. «συνθετικά ράμματα» β. «βιβλίον... φοινικῷ ῥάμματι περιειλημένον», Διόδ.) νεοελλ. 1. ιατρ. νηματοειδές υλικό, χρησιμοποιούμενο στη χειρουργική για τη συγκράτηση σε επαφή δύο ιστικών επιφανειών, ώσπου να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”